εὐνητήρ — a bedfellow masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνητῆρας — εὐνητήρ a bedfellow masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνατῆρ' — εὐνᾱτῆρα , εὐνητήρ a bedfellow masc acc sg (doric) εὐνᾱτῆρι , εὐνητήρ a bedfellow masc dat sg (doric) εὐνᾱτῆρε , εὐνητήρ a bedfellow masc nom/voc/acc dual (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνήτης — εὐνήτης, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτας, θηλ. εὐνήτρια (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος … Dictionary of Greek
ευνήτωρ — εὐνήτωρ, ὁ, δωρ. τ. εὐνάτωρ (Α) [ευνώ] ευνητήρ, σύνευνος, σύζυγος … Dictionary of Greek
ευναστήρ — εὐναστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. εὐνάστειρα (Α) 1. ευνητήρ*, σύνευνος, σύζυγος 2. αυτός που χρησιμεύει ως άγκυρα («τρητόν λίθον εὐναστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνάζω + κατάλ. τηρ (πρβλ. δοκιμάζω / δοκιμαστήρ, κολάζω / κολαστήρ)] … Dictionary of Greek
ευνατήρ — εὐνατήρ, ὁ, θηλ. εὐνάτειρα (Α) δωρ. τ. τού ευνητήρ* … Dictionary of Greek
εὐνατῆρα — εὐνᾱτῆρα , εὐνητήρ a bedfellow masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνάτειρα — εὐνά̱τειρα , εὐνητήρ a bedfellow fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐνάτειραν — εὐνά̱τειραν , εὐνητήρ a bedfellow fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)